τήθυον

τήθυον
και τήθεον, τὸ, Α
1. είδος χιτωνοφόρου μαλακίου
2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «τηθύα τενάγη, ἅ προχέουσιν οἱ ποταμοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τῆθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τηθύοις — τήθυον ascidia neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηθύου — τήθυον ascidia neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηθύων — τήθυον ascidia neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήθυα — τήθυον ascidia neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηθυνάκιον — τὸ, Α μικρό τήθυον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. σχηματισμένος από τη λ. τήθυον / τήθεον «είδος μαλακίων» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τηθ ύνη (πρβλ. χελ ύνη) με υποκορ. κατάλ. άκιον κατά το ὀστρ άκιον. Είναι, όμως, πιθ. να πρόκειται για εσφ. γρφ.] …   Dictionary of Greek

  • τηθύνιον — τὸ, Α μικρό τήθυον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήθυον / τήθεον «είδος μαλακίων». Ο τ. έχει προταθεί ως διόρθωση τού τ. τηθυνάκιον (για τον σχηματισμό βλ. λ. τηθυνάκιον)] …   Dictionary of Greek

  • τήθεον — τὸ, Α βλ. τήθυον …   Dictionary of Greek

  • τήθος — τὸ, Α το μαλάκιο τηθύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη …   Dictionary of Greek

  • τηθυΐδες — οι, Ν ζωολ. γαστερόποδα οπισθοβράγχια μαλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tethyidae < τήθυον + κατάλ ίδες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”